- κωνειάζεσθαι
- κωνειάζομαιto be dosed with hemlockpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωνειάζομαι — (Α) [κώνειον] 1. δηλητηριάζομαι με κώνειο («προσέταττεν... ὁ νόμος τοὺς ὑπὲρ ἑξήκοντα ἔτη γεγονότας κωνειάζεσθαι», Στράβ.) 2. (το θηλ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Κωνειαζόμεναι τίτλος κωμωδίας τού Μενάνδρου … Dictionary of Greek